- ἐπίστρεπτον
- ἐπίστρεπτοςto be turnedmasc/fem acc sgἐπίστρεπτοςto be turnedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιστρεπτόν — ἐπιστρεπτός masc/fem acc sg ἐπιστρεπτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίστρεπτος — ἐπίστρεπτος, ον (Α) [επιστρέφω] 1. εκείνος προς τον οποίο στρέφεται κανείς με θαυμασμό («ὥραν ἐχούσας τήνδ’ ἐπίστρεπτον βροτοῑς» την ηλικία τους που στρέφονται οι άνθρωποι για να τή θαυμάσουν, Αισχύλ.) 2. αυτός που μπορεί εύκολα να περιστραφεί … Dictionary of Greek